αγλυκοσάλιαστος

αγλυκοσάλιαστος
και -ιστος, -η, -ο [γλυκοσαλιάζω, -ίζω]
αυτός που ποτέ δεν ευχαριστήθηκε στη ζωή, που πάντοτε ήταν δυστυχισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”